- παρακαταπηγνυμι
- παρακαταπήγνυμιπαρα-καταπήγνῡμιвколачивать рядом или вдоль
(σταυρούς Thuc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(σταυρούς Thuc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παρακαταπήγνυμι — Α μπήγω κάτι κοντά σε άλλο στη σειρά («σταυροὺς παρακαταπηγνύοντες», Θουκ.) … Dictionary of Greek
παρακαταπήξῃ — παρακαταπήγνυμι drive in alongside aor subj mid 2nd sg παρακαταπήγνυμι drive in alongside aor subj act 3rd sg παρακαταπήγνυμι drive in alongside fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακαταπηγνύναι — παρακαταπήγνυμι drive in alongside pres inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακαταπηγνύντες — παρακαταπήγνυμι drive in alongside pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακατέπηξε — παρακαταπήγνυμι drive in alongside aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηγνύω — ΝΜΑ, και πήγνυμι ΜΑ 1. εμπηγνύω, μπήγω 2. συναρμόζω, συναρμολογώ 3. μεταβάλλω ρευστό σε στερεό (α. «ο ψυχρός αέρας πηγνύει τη λάβα στις κλιτύς τού ηφαιστείου» β. «κρύσταλλος πέπηγεν», Θουκ.) 4. (σχετικά με γάλα ή τυρί) πήζω μσν. αρχ. 1. καρφώνω,… … Dictionary of Greek